Zwątpienie στα ελληνικά

Μετάφραση: zwątpienie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμφιβάλλω, απαισιοδοξία, αμφισβητώ, αμφιβολία, Doubt, Η αμφιβολία, αμφιβολίας, αμφιβολιών
Zwątpienie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bocznik στα ελληνικά - περνώ, κυκλοφορώ, πέρασμα, στενά, διακλάδωση, παροχέτευσης, shunt, ...
  • budowla στα ελληνικά - κτήριο, υφή, ανέγερση, δομή, κατασκευή, κτίριο, κτιρίου, ...
  • fontanna στα ελληνικά - βρύση, πηγή, συντριβάνι, κρήνη, σιντριβάνι
  • histopatologia στα ελληνικά - Παθολογικής Ανατομικής, Ιστοπαθολογία, Η ιστοπαθολογική εξέταση, Ιστοπαθολονία, Ιστοπαθολογικό
Τυχαίες λέξεις
Zwątpienie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμφιβάλλω, απαισιοδοξία, αμφισβητώ, αμφιβολία, Doubt, Η αμφιβολία, αμφιβολίας, αμφιβολιών