Áspero στα ελληνικά
Μετάφραση: áspero, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θερίζω, τραχύς, γύρος, περιοδεία, τρύγος, στρογγυλός, σοδειά, δριμύς, πρόχειρος, άγριος, σκληρός, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- árvore στα ελληνικά - δέντρο, δέντρου, δέντρων, δένδρο, δένδρων
- árvores στα ελληνικά - δέντρο, δέντρα, δένδρα, δέντρων, δένδρων, τα δέντρα
- átomo στα ελληνικά - άτομο, ατόμου, άτομον, άτομα, ατόμων
- ávido στα ελληνικά - λαίμαργος, κερδομανής, πρόθυμος, άπληστος, φιλάργυρος, μανιώδεις, άπληστο, ...
Τυχαίες λέξεις
Áspero στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θερίζω, τραχύς, γύρος, περιοδεία, τρύγος, στρογγυλός, σοδειά, δριμύς, πρόχειρος, άγριος, σκληρός, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
Μεταφράσεις: θερίζω, τραχύς, γύρος, περιοδεία, τρύγος, στρογγυλός, σοδειά, δριμύς, πρόχειρος, άγριος, σκληρός, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα