Τρύγος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: τρύγος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
áspero, colheitas, ceifar, colheita, safra, colheita de, da colheita, de colheita
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρύγος
τρύγος wikipedia, τρύγος στο νηπιαγωγείο, τρύγος σταφυλιών 2013, τρύγος σταφυλιών, τρύγος ζωγραφιές, τρύγος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, τρύγος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- τρόφιμος στα πορτογαλικά - ocupante, habitante, internado, inmate, recluso
- τρύγημα στα πορτογαλικά - vintage, do vintage, clássica, vindima, vintage do
- τρύπα στα πορτογαλικά - buraco, vulcão, suporte, furo, abertura, goela, cavidade, ...
- τρώω στα πορτογαλικά - coma, fácil, tragar, tomar, comer, Nosh, culinára, ...
Τυχαίες λέξεις
Τρύγος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: áspero, colheitas, ceifar, colheita, safra, colheita de, da colheita, de colheita
Μεταφράσεις: áspero, colheitas, ceifar, colheita, safra, colheita de, da colheita, de colheita