Abrir στα ελληνικά

Μετάφραση: abrir, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτινάσσομαι, εξάπλωση, παραχαϊδεύω, αντεπίθεση, πύλη, ανοικτός, σπάζω, διχοτομία, αναπηδώ, διάλειμμα, ξεδιπλώνω, εγκαινιάζω, διαστολή, δυστυχής, μέχρι, κακομαθαίνω, ανοιχτό, ανοιχτός, ανοικτή, ανοικτό
Abrir στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abrigos στα ελληνικά - καταφύγιο, καταφεύγω, προστατεύω, καταφύγια, καταφυγίων, καταλύματα, τα καταφύγια, ...
  • abrilhantar στα ελληνικά - λουσάρω, καταχρώμαι, σφετερίζομαι, λουστράρω, γυαλίζω, κοπή, καλλωπίζω, ...
  • abruptamente στα ελληνικά - κοφτά, απότομα, ξαφνικά, αιφνίδια, απότομη
  • abrupto στα ελληνικά - αιφνίδιος, κοφτερός, μυτερός, κοφτός, οξυδερκής, απότομος, απότομη, ...
Τυχαίες λέξεις
Abrir στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτινάσσομαι, εξάπλωση, παραχαϊδεύω, αντεπίθεση, πύλη, ανοικτός, σπάζω, διχοτομία, αναπηδώ, διάλειμμα, ξεδιπλώνω, εγκαινιάζω, διαστολή, δυστυχής, μέχρι, κακομαθαίνω, ανοιχτό, ανοιχτός, ανοικτή, ανοικτό