Διαστολή στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διαστολή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
expansão, expandir, abrir, de expansão, ampliação, a expansão, expansão de
Διαστολή στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαστολή

διαστολή τραχήλου, διαστολή νερού, διαστολή κόρης ματιού, διαστολή συστολή, διαστολή συστολή νερού, διαστολή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διαστολή στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διασταλτός στα πορτογαλικά - dilatável, dilatable
  • διασταύρωση στα πορτογαλικά - junção, salto, entroncamento, cruzamento, de junção, junção de
  • διαστρεβλώνω στα πορτογαλικά - urdir, aviso, adulterar, deturpar, deturpação, garble, truncar
  • διασυρμός στα πορτογαλικά - vilipêndio, calúnia, difamação, aviltamento, vilificação
Τυχαίες λέξεις
Διαστολή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: expansão, expandir, abrir, de expansão, ampliação, a expansão, expansão de