Εξάπλωση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εξάπλωση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
expansão, abrir, expandir, espalhando, espalhamento, espalhar, propagação, difusão
Εξάπλωση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξάπλωση

εξάπλωση των τούρκων, εξάπλωση αγγλικά, εξάπλωση των αράβων, εξάπλωση συνώνυμο, εξάπλωση χριστιανισμού, εξάπλωση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εξάπλωση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εξάμηνο στα πορτογαλικά - semestre, meio ano, semestral, semestre do ano
  • εξάνθημα στα πορτογαλικά - erupção cutânea, erupção, rash, exantema, erupções
  • εξάπτω στα πορτογαλικά - espécie, acender, amável, género, excitar, excita, excitam, ...
  • εξάρθρωση στα πορτογαλικά - luxação, deslocamento, deslocação, deslocamentos, o deslocamento
Τυχαίες λέξεις
Εξάπλωση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: expansão, abrir, expandir, espalhando, espalhamento, espalhar, propagação, difusão