Adjectivo στα ελληνικά

Μετάφραση: adjectivo, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίθετο, επιθέτου, προσδιορισμός, επίθετο που
Adjectivo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adição στα ελληνικά - συν, πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, προσθήκης
  • adjacente στα ελληνικά - διπλανός, γειτονικά, δίπλα, παρακείμενες, παρακείμενο, παρακείμενα
  • administrador στα ελληνικά - διαχειριστής, διαχειριστή, διαχειριστή του, το διαχειριστή, διαχειριστής του
  • administrar στα ελληνικά - χειρίζομαι, φροντίδα, φροντίζω, αγορά, χερούλι, μεταχειρίζομαι, μοιράζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Adjectivo στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίθετο, επιθέτου, προσδιορισμός, επίθετο που