Επίθετο στα πορτογαλικά

Μετάφραση: επίθετο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adjectivo, apelido, cirúrgico, sobrenome, adjetivo, adjective, qualificativo
Επίθετο στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επίθετο

επίθετο ενεργός, επίθετο πολύς ασκήσεις, επίθετο στα αγγλικά, επίθετο πολύς-πολλή-πολύ, επίθετο γραμματική, επίθετο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επίθετο στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • επίδραση στα πορτογαλικά - efeito, efeitos, efeito de, vigor, sentido
  • επίθεση στα πορτογαλικά - acometer, agredir, ofensivo, atacar, crise, ofender, impugnar, ...
  • επίκαιρος στα πορτογαλικά - cómodo, propício, tópico, tópica, t�ica, tópicos, actualidade
  • επίκληση στα πορτογαλικά - invocação, chamada, de invocação, de chamada, invocação de
Τυχαίες λέξεις
Επίθετο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: adjectivo, apelido, cirúrgico, sobrenome, adjetivo, adjective, qualificativo