Articulação στα ελληνικά
Μετάφραση: articulação, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινός, γόμφος, άρθρωση, κοψίδι, άρθρωσης, διάρθρωση, αρθρώσεως, συνάρθρωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- artesão στα ελληνικά - τεχνίτης, τεχνίτη, μάστορα, μάστορας, τεχνίτες
- articular στα ελληνικά - ευκρινής, έναρθρος, αρθρικός, αρθρικού, αρθρικό, αρθρική, αρθρικής
- artificial στα ελληνικά - τεχνητός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητών
- artigo στα ελληνικά - αντικείμενο, ρήτρα, κομμάτι, άρθρο, αντιτείνω, πράγμα, άρθρου, ...
Τυχαίες λέξεις
Articulação στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινός, γόμφος, άρθρωση, κοψίδι, άρθρωσης, διάρθρωση, αρθρώσεως, συνάρθρωση
Μεταφράσεις: κοινός, γόμφος, άρθρωση, κοψίδι, άρθρωσης, διάρθρωση, αρθρώσεως, συνάρθρωση