Bom στα ελληνικά

Μετάφραση: bom, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλά, καλός, γέρος, λοιπόν, παρατσούκλι, υγιής, δρύινος, βελανιδιά, πηγάδι, όμορφος, παλαιός, αγαθός, γέρικος, αναβλύζω, ωραίος, καλή, καλό, καλής, καλές
Bom στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bolsa στα ελληνικά - πορτοφόλι, επιδιώκω, ασκώ, παγανίζω, καρύδι, τσάντα, σακούλα, ...
  • bolso στα ελληνικά - ποίημα, τσέπη, τσέπης, θύλακα, την τσέπη, θήκη
  • bomba στα ελληνικά - φουσκώνω, τρόμπα, κολοκύθι, αντλία, κολοκύθα, βόμβα, αντλίας, ...
  • bombardear στα ελληνικά - βόμβα, βόμβας, βομβών, βομβιστική, βομβιστικές
Τυχαίες λέξεις
Bom στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλά, καλός, γέρος, λοιπόν, παρατσούκλι, υγιής, δρύινος, βελανιδιά, πηγάδι, όμορφος, παλαιός, αγαθός, γέρικος, αναβλύζω, ωραίος, καλή, καλό, καλής, καλές