Cabelo στα ελληνικά
Μετάφραση: cabelo, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαλλιά, τρίχα, κομμωτής, κομμώτρια, μαλλιών, τα μαλλιά, τρίχας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cabeleireira στα ελληνικά - κομμωτής, κομμώτρια, κομμωτήριο, κομμωτή, Κομωτήριο
- cabeleireiro στα ελληνικά - κομμωτής, κομμώτρια, κουρέας, κομμωτήριο, κομμωτή, Κομωτήριο
- cabelos στα ελληνικά - μαλλιά, τρίχα, μαλλιών, τα μαλλιά, τρίχας
- caber στα ελληνικά - αρμόζω, ικανότητα, κατάλληλος, εξυπηρετώ, πρόσφορος, βολικός, κοστούμι, ...
Τυχαίες λέξεις
Cabelo στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαλλιά, τρίχα, κομμωτής, κομμώτρια, μαλλιών, τα μαλλιά, τρίχας
Μεταφράσεις: μαλλιά, τρίχα, κομμωτής, κομμώτρια, μαλλιών, τα μαλλιά, τρίχας