Κατανάλωση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κατανάλωση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
consumo, consumo de, o consumo, o consumo de, do consumo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατανάλωση
κατανάλωση v strom 650, κατανάλωση αντωνυμο, κατανάλωση κρέατος, κατανάλωση νερού ανά κάτοικο, κατανάλωση νερού, κατανάλωση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κατανάλωση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- καταμερισμός στα πορτογαλικά - atribuição, rateio, repartição, de repartição, distribuição, partilha
- καταμετρώ στα πορτογαλικά - fazer partilhas
- κατανέμω στα πορτογαλικά - antes, melhor, bastante, muito, racionar, ração, Ration, ...
- καταναλωτής στα πορτογαλικά - consumidor, consumidores, dos consumidores, do consumidor, consumo
Τυχαίες λέξεις
Κατανάλωση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: consumo, consumo de, o consumo, o consumo de, do consumo
Μεταφράσεις: consumo, consumo de, o consumo, o consumo de, do consumo