Deterioração στα ελληνικά
Μετάφραση: deterioração, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαπίζω, φθορά, παρακμάζω, παρακμή, αλλοίωση, χειροτέρευση, επιδείνωση, υποβάθμιση, επιδείνωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- detergente στα ελληνικά - χειροτερεύω, επιδεινώνω, απορρυπαντικό, απορρυπαντικού, απορρυπαντικών, απορρυπαντικές, απορρυπαντικά
- deteriorar στα ελληνικά - χαλώ, υπολογίζω, παρακμάζω, βλάπτω, καθορίζω, σαπίζω, προσδιορίζω, ...
- determinar στα ελληνικά - προσδιορίζω, υπολογίζω, καθορίζω, αποφασίζω, καθορίσει, καθορίζουν, προσδιορίσει, ...
- deteste στα ελληνικά - σιχαίνομαι, αστακός, αηδιάζω, αποστρέφομαι, να αηδιάζουν με, να αηδιάζουν
Τυχαίες λέξεις
Deterioração στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαπίζω, φθορά, παρακμάζω, παρακμή, αλλοίωση, χειροτέρευση, επιδείνωση, υποβάθμιση, επιδείνωσης
Μεταφράσεις: σαπίζω, φθορά, παρακμάζω, παρακμή, αλλοίωση, χειροτέρευση, επιδείνωση, υποβάθμιση, επιδείνωσης