Dificuldade στα ελληνικά
Μετάφραση: dificuldade, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαρκασμός, σκάβω, δυσχέρεια, δυσκολία, κέντρισμα, νύξη, δυσκολίας, δυσκολίες, προβληματικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- diferençar στα ελληνικά - διαφοροποιούν, διαφοροποίηση, διαφοροποιούνται, διαφοροποιηθούν, διαφοροποιήσει
- diferir στα ελληνικά - διαφορά, διαφέρουν, διαφέρει, να διαφέρουν, να διαφέρει, διαφορετικές
- difira στα ελληνικά - διαφορά, διαφέρει, διαφέρουν, αποκλίνει
- difundir στα ελληνικά - αναπηδώ, εκτινάσσομαι, άνοιξη, εκπομπής, εκπομπή, μετάδοση, μετάδοσης, ...
Τυχαίες λέξεις
Dificuldade στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαρκασμός, σκάβω, δυσχέρεια, δυσκολία, κέντρισμα, νύξη, δυσκολίας, δυσκολίες, προβληματικών
Μεταφράσεις: σαρκασμός, σκάβω, δυσχέρεια, δυσκολία, κέντρισμα, νύξη, δυσκολίας, δυσκολίες, προβληματικών