Iniciar στα ελληνικά

Μετάφραση: iniciar, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκαινιάζω, αρχίζω, αρχή, αφέτης, ξεκίνημα, ορεκτικό, ξεκινώ, μυώ, εισάγω, εμφυσώ, εκκίνηση, έναρξη, έναρξης
Iniciar στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • iniba στα ελληνικά - απάνθρωπος, παρεμποδίζω, περιορίζω, αναστέλλουν, αναστέλλει, αναστέλλουν την, παρεμποδίζουν, ...
  • inicial στα ελληνικά - μυώ, αρχικά, ξεκινώ, εγκαινιάζω, αρχικός, αρχική, αρχικό, ...
  • inimigo στα ελληνικά - αντιπολίτευση, αντίπαλος, αντίθεση, ενεργητικός, εχθρός, δραστήριος, εχθρό, ...
  • ininterrupto στα ελληνικά - μόνιμος, διαρκείας, αδιάλειπτη, αδιάκοπη, απρόσκοπτη, χωρίς διακοπή, αδιάλειπτης
Τυχαίες λέξεις
Iniciar στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκαινιάζω, αρχίζω, αρχή, αφέτης, ξεκίνημα, ορεκτικό, ξεκινώ, μυώ, εισάγω, εμφυσώ, εκκίνηση, έναρξη, έναρξης