Αρχίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αρχίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
princípio, olhar, começo, comece, partir, começar, abalar, abrir, ir, iniciar, partida, arranque, largada, início
Αρχίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρχίζω

αρχίζω συνώνυμα, αρχίζω δραστηριότητες για παιδιά 3-4 ετών, αρχίζω και τρελαίνομαι, αρχίζω πόλεμο γαρμπή, αρχίζω και τρελαίνομαι στίχοι, αρχίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αρχίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αρχέγονος στα πορτογαλικά - primitivo, preliminar, primitiva, primitivos, primitivas
  • αρχή στα πορτογαλικά - iniciar, origem, abalar, crise, partir, princesa, olhar, ...
  • αρχαίος στα πορτογαλικά - arcaico, antigo, antiga, antiguidades, antigos, antigas
  • αρχαιολογία στα πορτογαλικά - arqueologia, archeology, archaeology, a arqueologia, da arqueologia
Τυχαίες λέξεις
Αρχίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: princípio, olhar, começo, comece, partir, começar, abalar, abrir, ir, iniciar, partida, arranque, largada, início