Ορεκτικό στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ορεκτικό, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
iniciar, começo, começar, partir, aperitivo, alimento aperitivo, aperitivos, aperitivo de, appetizer
Ορεκτικό στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορεκτικό

ορεκτικό με μανιτάρια, ορεκτικό με φέτα, ορεκτικό με καπνιστή πέστροφα, ορεκτικό με σολομό, ορεκτικό με μελιτζάνες, ορεκτικό λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ορεκτικό στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ορειβασία στα πορτογαλικά - escalada, de escalada, escalada em, escalada de, climbing
  • ορεινός στα πορτογαλικά - montanhoso, montanhosa, montanhosas, montanha, montanhas
  • ορεκτικός στα πορτογαλικά - apetitoso, appetizing, alimento appetizing, apetitosos, apetitosa
  • ορθογραφία στα πορτογαλικά - comando, ortografia, grafia, soletração, ortográfico, a ortografia
Τυχαίες λέξεις
Ορεκτικό στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: iniciar, começo, começar, partir, aperitivo, alimento aperitivo, aperitivos, aperitivo de, appetizer