Interromper στα ελληνικά
Μετάφραση: interromper, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάστημα, διακόπτω, διάλειμμα, διακοπή, διακόψει, διακόπτουν, διακόψετε
Μεταφράσεις
- interrogar στα ελληνικά - διακόπτω, ανακρίνω, ερώτηση, ζήτημα, λόγω, ερώτημα, εν λόγω
- interrogação στα ελληνικά - ερώτημα, ζήτημα, ανακρίνω, ερώτηση, λόγω, εν λόγω
- interruptor στα ελληνικά - αλλάζω, αλλαγή, διακόπτης, διακόπτη, διακ πτη, του διακόπτη, μετάβαση
- interrupção στα ελληνικά - διακόπτω, κατοικώ, διαμένω, διάστημα, διάλειμμα, διακοπή, διακοπής, ...
Τυχαίες λέξεις
Interromper στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάστημα, διακόπτω, διάλειμμα, διακοπή, διακόψει, διακόπτουν, διακόψετε
Μεταφράσεις: διάστημα, διακόπτω, διάλειμμα, διακοπή, διακόψει, διακόπτουν, διακόψετε