Medida στα ελληνικά
Μετάφραση: medida, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταμέτρηση, κρέας, διάβημα, βήμα, σάρκα, μέτρηση, μέτρο, μετρώ, βηματίζω, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- medicar στα ελληνικά - καπνίζω, κέρασμα, κερνώ, θεραπεύω, παστώνω, μεταχειρίζομαι, αλατίζω, ...
- medicina στα ελληνικά - ιατρική, φάρμακο, ιατρικής, το φάρμακο, φαρμάκου
- medido στα ελληνικά - μετράται, μετρούμενη, μετρηθεί, μετρώνται, μετριέται
- medidor στα ελληνικά - μέθοδος, μετρικός, μετρητής, μέτρο, μετρητή, μέτρων, μέτρου
Τυχαίες λέξεις
Medida στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταμέτρηση, κρέας, διάβημα, βήμα, σάρκα, μέτρηση, μέτρο, μετρώ, βηματίζω, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Μεταφράσεις: καταμέτρηση, κρέας, διάβημα, βήμα, σάρκα, μέτρηση, μέτρο, μετρώ, βηματίζω, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν