Μέτρηση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: μέτρηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
medir, medida, medição, de medição, mensuração, medição de
Μέτρηση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μέτρηση

μέτρηση θερμοκρασίας, μέτρηση πίεσης, μέτρηση οστικής πυκνότητας, μέτρηση χρόνου, μέτρηση μεταβολισμού, μέτρηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μέτρηση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • μέσος στα πορτογαλικά - média, médio, média em, média de
  • μέτοχος στα πορτογαλικά - dividir, partir, accionista, acionista, acionistas, accionistas, sócio
  • μέτριος στα πορτογαλικά - comedido, modelo, brando, modelar, moderado, moderar, moderada, ...
  • μέτρο στα πορτογαλικά - meteorologia, medida, medir, sarampo, metódico, padrões, medidor, ...
Τυχαίες λέξεις
Μέτρηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: medir, medida, medição, de medição, mensuração, medição de