Mercenário στα ελληνικά
Μετάφραση: mercenário, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μισθοφόρος, μισθοφορικός, μισθοφορικών, μισθοφορικό, μισθοφόρου, μισθοφορικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mercado στα ελληνικά - πανηγύρι, αγορά, δίκαιος, ξανθός, αγοράς, της αγοράς, στην αγορά
- mercadoria στα ελληνικά - αγαθό, ρήτρα, εμπόρευμα, πραμάτεια, εμπορεύματα, αγαθά, προϊόν, ...
- mercúrio στα ελληνικά - υδράργυρος, απλός, υδραργύρου, υδράργυρο, τον υδράργυρο, του υδραργύρου
- merecer στα ελληνικά - κερδίζω, αξίζω, αξία, αξίας, προσόντα, πλεονέκτημα, προσόντων
Τυχαίες λέξεις
Mercenário στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μισθοφόρος, μισθοφορικός, μισθοφορικών, μισθοφορικό, μισθοφόρου, μισθοφορικού
Μεταφράσεις: μισθοφόρος, μισθοφορικός, μισθοφορικών, μισθοφορικό, μισθοφόρου, μισθοφορικού