Μισθοφόρος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: μισθοφόρος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mercenário, mercenária, mercenários, mercenary, de mercenários
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μισθοφόρος
ο μισθοφόρος, μισθοφόρος στρατιώτης, μισθοφόρος ορισμός, επάγγελμα μισθοφόρος, μισθοφόρος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μισθοφόρος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- μιμούμαι στα πορτογαλικά - eco, supor, copiar, imaginar, eclesiástico, imitar, esvaziar, ...
- μισθοφορικός στα πορτογαλικά - mercenário, mercenária, mercenários, mercenary, de mercenários
- μισθός στα πορτογαλικά - pagamento, recompensa, ordenado, salário, salada, ladear, salários, ...
- μισοφέγγαρο στα πορτογαλικά - crescente, Crescent, do Crescente, lua crescente, crescentes
Τυχαίες λέξεις
Μισθοφόρος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: mercenário, mercenária, mercenários, mercenary, de mercenários
Μεταφράσεις: mercenário, mercenária, mercenários, mercenary, de mercenários