Nativo στα ελληνικά

Μετάφραση: nativo, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ντόπιος, γηγενής, ιθαγενής, μητρική, φυσική, φυσικής, φυσικού
Nativo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nata στα ελληνικά - κρέμα, κρέμα γάλακτος, ξινή κρέμα, την ξινή κρέμα, sour cream, όξινη κρέμα
  • natas στα ελληνικά - κρέμα, κρέμας, κρέμα γάλακτος, κρέμας γάλακτος, κρεμ
  • natural στα ελληνικά - κανονικός, φυσιολογικός, φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσικού
  • naturalizar στα ελληνικά - φυσικά, πολιτογραφώ, εγκλιματίζω, φυσικοποιούν, φυσικές τις, ως φυσικές
Τυχαίες λέξεις
Nativo στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ντόπιος, γηγενής, ιθαγενής, μητρική, φυσική, φυσικής, φυσικού