Nativo στα ελληνικά
Μετάφραση: nativo, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ντόπιος, γηγενής, ιθαγενής, μητρική, φυσική, φυσικής, φυσικού
![Nativo στα ελληνικά Nativo στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-pt-gr-5462.png)
Μεταφράσεις
- nata στα ελληνικά - κρέμα, κρέμα γάλακτος, ξινή κρέμα, την ξινή κρέμα, sour cream, όξινη κρέμα
- natas στα ελληνικά - κρέμα, κρέμας, κρέμα γάλακτος, κρέμας γάλακτος, κρεμ
- natural στα ελληνικά - κανονικός, φυσιολογικός, φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσικού
- naturalizar στα ελληνικά - φυσικά, πολιτογραφώ, εγκλιματίζω, φυσικοποιούν, φυσικές τις, ως φυσικές
Τυχαίες λέξεις
Nativo στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ντόπιος, γηγενής, ιθαγενής, μητρική, φυσική, φυσικής, φυσικού
Μεταφράσεις: ντόπιος, γηγενής, ιθαγενής, μητρική, φυσική, φυσικής, φυσικού