Pequeno στα ελληνικά

Μετάφραση: pequeno, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποκοριστικός, πάταγος, μένω, ελάσσων, τοσοδούλης, μετριόφρων, σαματάς, στενός, υπεξούσιος, μικροσκοπικός, μικρός, ασήμαντος, λίγο, σεμνός, ζωντανός, μικρό, μικρές, μικρή, μικρά
Pequeno στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • península στα ελληνικά - χερσόνησος, χερσόνησο, χερσονήσου, χερσόνησο της, χερσόνησο του
  • penúria στα ελληνικά - έλλειψη, έλλειψης, έλλειμμα, ανεπάρκεια, ελλείψεις
  • pequim στα ελληνικά - πύελος, Πεκίνο, Πεκίνου, κινέζικο, του Πεκίνου, Peking
  • perca στα ελληνικά - χάνω, πέρκα, κούρνια, πέρκας, η πέρκα, κούρνιας
Τυχαίες λέξεις
Pequeno στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποκοριστικός, πάταγος, μένω, ελάσσων, τοσοδούλης, μετριόφρων, σαματάς, στενός, υπεξούσιος, μικροσκοπικός, μικρός, ασήμαντος, λίγο, σεμνός, ζωντανός, μικρό, μικρές, μικρή, μικρά