Στενός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: στενός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pequeno, avaro, narrativa, privado, avarento, particular, familiar, estreito, íntimo, tigre, estreitar, firmemente, perto, próximo, fechar, estreita, fim
Στενός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στενός

στενός δακτύλιος, στενός γυναικείος κόλπος, στενός και ευρύτερος δημόσιος τομέας, στενός συνώνυμα, στενόσ δημόσιοσ τομέασ, στενός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, στενός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • στενά στα πορτογαλικά - vir, volver, passagem, partido, passar, de perto, perto, ...
  • στενάζω στα πορτογαλικά - carpir, gemer, gemido, lamento, lamentar, moan
  • στενόχωρος στα πορτογαλικά - desconfortável, Saibam, desconfortáveis, incômodo, incômoda
  • στερέωση στα πορτογαλικά - fixação, de fixação, a fixação, fixação de, fixação do
Τυχαίες λέξεις
Στενός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: pequeno, avaro, narrativa, privado, avarento, particular, familiar, estreito, íntimo, tigre, estreitar, firmemente, perto, próximo, fechar, estreita, fim