Επιδιώκω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: επιδιώκω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bolsa, perseguir, seguir, acossar, cortejar, galantear, Woo, corteje, corteja
Επιδιώκω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιδιώκω

επιδιώκω κλίση, επιδιώκω συνώνυμα, επιδιώκω λεξικό, επιδιώκω αοριστος, επιδιώκω english, επιδιώκω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επιδιώκω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • επιδεξιότητα στα πορτογαλικά - aquisição, destreza, habilidade, a destreza, dexterity, agilidade
  • επιδικάζω στα πορτογαλικά - julgar, adjudge, julgasse, julgue, adjudicar
  • επιδοκιμάζω στα πορτογαλικά - aclamar, aprovar, sancionar, endosse, endossar, infinita, aprova, ...
  • επιδοκιμασία στα πορτογαλικά - endosso, endossado, aplauso, aplausos, palmas, o aplauso, os aplausos
Τυχαίες λέξεις
Επιδιώκω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: bolsa, perseguir, seguir, acossar, cortejar, galantear, Woo, corteje, corteja