Ασκώ στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ασκώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
exercitar, acossar, praticar, prática, bolsa, seguir, exerça, exercer, perseguir, exercício, o exercício, exercícios, de exercício, exercício de
Ασκώ στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασκώ

ασκώ επάγγελμα, ασκώ έφεση, ασκώ ποινική δίωξη, ασκώ βέτο, ασκώ το δίδειν, ασκώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ασκώ στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ασκητικός στα πορτογαλικά - ascético, asceta, ascética, ascetic, ascéticas
  • ασκητισμός στα πορτογαλικά - ascetismo, ascese, o ascetismo, asceticismo, ascética
  • ασπίδα στα πορτογαλικά - tabuleta, aconchegar, amortecedor, âncora, escudar, abrigar, escudo, ...
  • ασπιρίνη στα πορτογαλικά - aspirina, a aspirina, aspirin, de aspirina, ácido acetilsalicílico
Τυχαίες λέξεις
Ασκώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: exercitar, acossar, praticar, prática, bolsa, seguir, exerça, exercer, perseguir, exercício, o exercício, exercícios, de exercício, exercício de