Ασχολία στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ασχολία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acossar, seguir, perseguição, perseguir, ocupação, profissão, a ocupação, profissional, de ocupação
Ασχολία στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασχολία

ασχολία συνώνυμο, ασχολία ετυμολογία, ασχολία συνώνυμα, ασχολία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ασχολία στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ασφυξία στα πορτογαλικά - sufocação, asfixia, sufocamento, suffocation, sufoco
  • ασφόδελος στα πορτογαλικά - abrótea, Daffodil, do Daffodil, narciso, Daffodil de
  • ασωτία στα πορτογαλικά - orgia, bacanal, prodigalidade, a prodigalidade, prodigality, esbanjamento, perdularismo
  • ασύγχρονος στα πορτογαλικά - assíncrono, assíncrona, assíncronas, assíncronos, asynchronous
Τυχαίες λέξεις
Ασχολία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: acossar, seguir, perseguição, perseguir, ocupação, profissão, a ocupação, profissional, de ocupação