Poço στα ελληνικά

Μετάφραση: poço, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λάκκος, πηγάδι, ορυχείο, αναβλύζω, λοιπόν, στάμνα, καλά, και, επίσης, καθώς, επίσης και
Poço στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • povoar στα ελληνικά - πληθυσμός, άνθρωποι, ανθρώπους, άτομα, ανθρώπων, οι άνθρωποι
  • povos στα ελληνικά - πιπεριά, κόσμος, πιπέρι, ακολουθώ, άνθρωπος, άνθρωποι, ανθρώπους, ...
  • poços στα ελληνικά - αναβλύζω, καλά, λοιπόν, πηγάδι, πηγάδια, φρεάτια, φρέατα, ...
  • poético στα ελληνικά - ποιητικός, ποίηση, ποιητική, ποιητικό, ποιητικές, ποιητικής
Τυχαίες λέξεις
Poço στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λάκκος, πηγάδι, ορυχείο, αναβλύζω, λοιπόν, στάμνα, καλά, και, επίσης, καθώς, επίσης και