Possuir στα ελληνικά

Μετάφραση: possuir, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κτήτορας, της], έχω, κάτοχος, κατέχω, κατοχή, ιδιοκτήτης, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε
Possuir στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • possivelmente στα ελληνικά - ταχυδρομώ, πόστο, δοκάρι, πιθανώς, πιθανόν, ενδεχομένως
  • possua στα ελληνικά - έχω, κατοχή, κατέχω, έχει, διαθέτει, πρέπει, δεν έχει, ...
  • possível στα ελληνικά - πιθανός, εφικτός, δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν
  • poste στα ελληνικά - δοκάρι, πάσσαλος, παλούκι, πόστο, ταχυδρομώ, θέση, ταχυδρομείο, ...
Τυχαίες λέξεις
Possuir στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κτήτορας, της], έχω, κάτοχος, κατέχω, κατοχή, ιδιοκτήτης, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε