Έθνος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: έθνος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sujo, gente, nação, povo, mau, país, nacional, nações
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έθνος
έθνος παιδεία, έθνος εργασία, εθνος συντάξεις, έθνος και θεσμοί στα χρόνια της τουρκοκρατίας, έθνος της κυριακής, έθνος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, έθνος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- έθιμα στα πορτογαλικά - alfândega, costumes, aduana, personalizar, adaptar, aduaneira, aduaneiro, ...
- έθιμο στα πορτογαλικά - amortecer, alfândega, hábito, uso, aduana, costume, moda, ...
- έκβαση στα πορτογαλικά - efeitos, resultar, efeito, conclusão, resultado, restrito, impressão, ...
- έκδηλος στα πορτογαλικά - óbvio, luminoso, luzente, distinto, cancele, aparente, evidente, ...
Τυχαίες λέξεις
Έθνος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sujo, gente, nação, povo, mau, país, nacional, nações
Μεταφράσεις: sujo, gente, nação, povo, mau, país, nacional, nações