Άνθρωποι στα πορτογαλικά
Μετάφραση: άνθρωποι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
povos, pensão, gente, morar, habitar, povo, nação, pessoas, as pessoas, de pessoas
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άνθρωποι
άνθρωποι μονάχοι, άνθρωποι που ξεχωρίζουν, άνθρωποι και δελφίνια, άνθρωποι και μηχανές, άνθρωποι τύχης είδωλον επλάσαντο πρόφασιν ιδίης αβουλίης, άνθρωποι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, άνθρωποι στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- άνθος στα πορτογαλικά - abrir, flor, florescer, flores, da flor, flower, de flor
- άνθρακας στα πορτογαλικά - carvão, de carvão, do carvão, o carvão, hulha
- άνθρωπος στα πορτογαλικά - humano, pensão, pessoa, homem, povo, zumbir, tripular, ...
- άνισος στα πορτογαλικά - desigual, desigualdade, desiguais, desigualdade de, desigualdades
Τυχαίες λέξεις
Άνθρωποι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: povos, pensão, gente, morar, habitar, povo, nação, pessoas, as pessoas, de pessoas
Μεταφράσεις: povos, pensão, gente, morar, habitar, povo, nação, pessoas, as pessoas, de pessoas