Prevenir στα ελληνικά
Μετάφραση: prevenir, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίσκεψη, προλαβαίνω, επιφύλαξη, προειδοποιώ, εμποδίζω, αποφεύγω, προηγούμενος, προειδοποίηση, αποτρέπω, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- prevalecer στα ελληνικά - εμποδίζω, υπερισχύω, επικρατώ, αποτρέπω, προλαβαίνω, επικρατήσει, επικρατήσουν, ...
- preveja στα ελληνικά - δάσος, παρέχει, προβλέπει, προσφέρει, ορίζει, προβλέπεται
- prever στα ελληνικά - δάσος, πρόγνωση, πρόβλεψη, προβλέψεις, προβλέψεων, πρόβλεψης
- previamente στα ελληνικά - τιμή, προηγούμενα, προηγουμένως, παρελθόν, στο παρελθόν, ήδη
Τυχαίες λέξεις
Prevenir στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίσκεψη, προλαβαίνω, επιφύλαξη, προειδοποιώ, εμποδίζω, αποφεύγω, προηγούμενος, προειδοποίηση, αποτρέπω, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει
Μεταφράσεις: περίσκεψη, προλαβαίνω, επιφύλαξη, προειδοποιώ, εμποδίζω, αποφεύγω, προηγούμενος, προειδοποίηση, αποτρέπω, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει