Remédio στα ελληνικά

Μετάφραση: remédio, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φάρμακο, καπνίζω, θεραπεύω, αλατίζω, επανορθώνω, θυμάμαι, παστώνω, αποκαθιστώ, ιατρική, θεραπεία, προσφυγής, λύση, προσφυγή
Remédio στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • remunerar στα ελληνικά - πληρώνω, αμείβω, καθιστώ, αποζημιώνω, προσφέρω, κάνω, αμείβει, ...
  • remunerações στα ελληνικά - τιμάριο, δίδακτρα, αμοιβή, μισθός, μισθού, μισθό, μισθών, ...
  • renda στα ελληνικά - επιτόκιο, απολαβή, εισόδημα, προσφέρω, ενδιαφέρον, κάνω, τόκος, ...
  • render στα ελληνικά - ανακουφίζω, παραγωγή, σοδειά, ξαλαφρώνω, καταστήσει, καθιστούν, καταστήσουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Remédio στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φάρμακο, καπνίζω, θεραπεύω, αλατίζω, επανορθώνω, θυμάμαι, παστώνω, αποκαθιστώ, ιατρική, θεραπεία, προσφυγής, λύση, προσφυγή