Remoto στα ελληνικά

Μετάφραση: remoto, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απομακρυσμένος, απόμακρος, ψυχρός, απόκεντρος, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως
Remoto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • remo στα ελληνικά - όρκος, κουπί, διπλοί, κουπιού, κουπιών, το κουπί
  • remontar στα ελληνικά - ησυχαστήριο, οπισθοδρομώ, υποχωρώ, κρησφύγετο, ανακαινίζω, αναδιοργανώσουμε, βελτιώνει, ...
  • remova στα ελληνικά - μετακομίζω, αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, αφαιρέσει, απομακρύνει
  • removível στα ελληνικά - αφαίρεση, μετάθεση, εξάλειψη, αφαιρούμενη, αφαιρούμενα, αφαιρούμενο, αποσπώμενο, ...
Τυχαίες λέξεις
Remoto στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απομακρυσμένος, απόμακρος, ψυχρός, απόκεντρος, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως