Usuário στα ελληνικά

Μετάφραση: usuário, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρήστης, εξυπηρέτηση, υπηρεσία, ρουσφέτι, σέρβις, χρήστη, του χρήστη, εγχειρίδιο, χρήσης
Usuário στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • usual στα ελληνικά - κοινός, συνήθης, συνηθισμένος, συνήθη, συνήθεις, συνηθισμένο, συνηθισμένη
  • usurpar στα ελληνικά - σφετερίζομαι, σφετεριστεί, σφετεριστούν, σφετεριστεί την, σφετερίζονται
  • utilidade στα ελληνικά - χρησιμότητα, βοηθητικό πρόγραμμα, χρησιμότητας, βοηθητικό, κοινής ωφέλειας
  • utilizar στα ελληνικά - χρησιμοποιώ, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Τυχαίες λέξεις
Usuário στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρήστης, εξυπηρέτηση, υπηρεσία, ρουσφέτι, σέρβις, χρήστη, του χρήστη, εγχειρίδιο, χρήσης