Аппетит στα ελληνικά
Μετάφραση: аппетит, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτιάχνω, όρεξη, κατασκευάζω, κάνω, εξαναγκάζω, όρεξης, την όρεξη, της όρεξης, όρεξή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- апперкот στα ελληνικά - uppercut, uppercut που, uppercut την
- апперцепция στα ελληνικά - συναίσθηση, apperception
- аппетитный στα ελληνικά - ευχάριστος, εύγευστος, ορεκτικός, ορεκτική, ορεκτικό, ορεκτικά, νόστιμο
- аппликатура στα ελληνικά - fingering, δαχτυλισμοί, δακτυλοθεσίες, δαχτυλισμών, δακτυλισμών
Τυχαίες λέξεις
Аппетит στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτιάχνω, όρεξη, κατασκευάζω, κάνω, εξαναγκάζω, όρεξης, την όρεξη, της όρεξης, όρεξή
Μεταφράσεις: φτιάχνω, όρεξη, κατασκευάζω, κάνω, εξαναγκάζω, όρεξης, την όρεξη, της όρεξης, όρεξή