Башмак στα ελληνικά
Μετάφραση: башмак, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παντόφλα, μπότα, πεταλώνω, παπούτσι, παπουτσιών, υποδημάτων, παπουτσιού, υποδήματος
Μεταφράσεις
- башковитый στα ελληνικά - πειθήνιος, αιφνίδιος, έξυπνος, επιδέξιος, μυτερός, κοφτερός, επιτήδειος, ...
- башлык στα ελληνικά - κουκούλα, κουκούλας, καπό, κάλυμμα, απορροφητήρα
- башмачник στα ελληνικά - τσαγκάρης, τσαγκάρη, υποδηματοποιός, υποδηματοποιό, ο τσαγκάρης
- башня στα ελληνικά - πύργος, πύργο, Tower, πύργου, πύργο του
Τυχαίες λέξεις
Башмак στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παντόφλα, μπότα, πεταλώνω, παπούτσι, παπουτσιών, υποδημάτων, παπουτσιού, υποδήματος
Μεταφράσεις: παντόφλα, μπότα, πεταλώνω, παπούτσι, παπουτσιών, υποδημάτων, παπουτσιού, υποδήματος