Бедствие στα ελληνικά

Μετάφραση: бедствие, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όλεθρος, καημός, μιζέρια, πληγή, θλίψη, δυστυχία, καταστροφή, ατυχία, πανώλης, βάσανο, αγωνία, καταριέμαι, κακοτυχία, μαστίζω, μοχθηρία, συμφορά, καταστροφής, καταστροφών, καταστροφές, των καταστροφών
Бедствие στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бедрок στα ελληνικά - ράφι, υπόβαθρο, βραχώδες υπόστρωμα, θεμέλιο, βράχο, φυσικό βράχο
  • бедственный στα ελληνικά - σκληρός, κακόμοιρος, άθλιος, καταστροφικός, ελεεινός, δύσκολος, χάλια, ...
  • бедствовать στα ελληνικά - ανάγκη, χρειάζομαι, ζουν σε συνθήκες φτώχειας, ζουν στη φτώχεια, ζουν μέσα στη φτώχεια, ζουν υπό συνθήκες φτώχειας, ζει σε συνθήκες φτώχειας
  • бедствующий στα ελληνικά - άπορος, μαστίζονται από τη φτώχεια, εξαθλιωμένους, πλήττονται από τη φτώχεια, εξαθλιωμένοι, πληγεί από τη φτώχεια
Τυχαίες λέξεις
Бедствие στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όλεθρος, καημός, μιζέρια, πληγή, θλίψη, δυστυχία, καταστροφή, ατυχία, πανώλης, βάσανο, αγωνία, καταριέμαι, κακοτυχία, μαστίζω, μοχθηρία, συμφορά, καταστροφής, καταστροφών, καταστροφές, των καταστροφών