Вливание στα ελληνικά

Μετάφραση: вливание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έγχυμα, ένεση, έγχυση, έγχυσης, εγχύσεως, την έγχυση, της έγχυσης
Вливание στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • влечение στα ελληνικά - έλξη, συνάφεια, κυρτός, θέαμα, αγχιστεία, ροπή, τάση, ...
  • влечь στα ελληνικά - σέρνω, τραβώ, ζωγραφίζω, επισύρω, έλκω, προσελκύω, προσέλκυση, ...
  • вливать στα ελληνικά - ενσταλάζω, χύστε, ρίχνουμε, ρίχνετε, χύσει, ρίξτε
  • вливаться στα ελληνικά - ροή, ρέω, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν
Τυχαίες λέξεις
Вливание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έγχυμα, ένεση, έγχυση, έγχυσης, εγχύσεως, την έγχυση, της έγχυσης