Даровитый στα ελληνικά
Μετάφραση: даровитый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έξυπνος, ταλαντούχος, προικισμένος, προικισμένων, προικισμένα, προικισμένους
Μεταφράσεις
- даровать στα ελληνικά - προσφέρω, παρέχω, υποτροφία, συσκέπτομαι, παραχωρώ, χορηγώ, επιχορηγώ, ...
- даровитость στα ελληνικά - χαρισματικότητα, giftedness, χαρισματικός, χαρισματικότητας
- даровой στα ελληνικά - τσάμπα, αυτεξούσιος, δωρεάν, χαριστικά, χαριστικών, χαριστικής αιτίας, εκ χαριστικής αιτίας, ...
- даром στα ελληνικά - δωρεάν, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
Τυχαίες λέξεις
Даровитый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έξυπνος, ταλαντούχος, προικισμένος, προικισμένων, προικισμένα, προικισμένους
Μεταφράσεις: έξυπνος, ταλαντούχος, προικισμένος, προικισμένων, προικισμένα, προικισμένους