Зажигать στα ελληνικά
Μετάφραση: зажигать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπιθοβολώ, εξάπτω, διεγείρω, φωτερός, ανάβω, χτυπώ, φωτίζω, απεργία, ξανθός, φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бессвязность στα ελληνικά - ασυναρτησία, ασυνέπεια, έλλειψη συνοχής, έλλειψης συνοχής, ασυνέπειας
- воплощаться στα ελληνικά - είμαι, βρίσκομαι, διανύω, να ενσαρκωθεί, να ενσαρκωθούν, να είναι συγχρόνως ενσαρκωμένη, ενσαρκωθούν, ...
- вычерчивание στα ελληνικά - σχεδιάζω, συνωμοσία, πρόγραμμα, συνωμοτώ, περιγραφή, ζωγραφιά, πρωτότυπο, ...
- дрессированный στα ελληνικά - εκπαιδευμένο, εκπαιδεύονται, εκπαιδευμένοι, εκπαιδευτεί, εκπαιδευμένους
Τυχαίες λέξεις
Зажигать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπιθοβολώ, εξάπτω, διεγείρω, φωτερός, ανάβω, χτυπώ, φωτίζω, απεργία, ξανθός, φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση
Μεταφράσεις: σπιθοβολώ, εξάπτω, διεγείρω, φωτερός, ανάβω, χτυπώ, φωτίζω, απεργία, ξανθός, φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση