Изумить στα ελληνικά
Μετάφραση: изумить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκπλήσσω, απεργία, αποσβολώνω, ξαφνιάζω, έκπληξη, χτυπώ, να, για να, σε, για, με
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- встроенный στα ελληνικά - εντοιχισμένος, εφαρμοστός, ενσωματωμένο, ενσωματωμένη, ενσωματωμένα, ενσωματωμένες, ενσωματωμένου
- гамаши στα ελληνικά - γκέτες, κολάν, περικνήμια, leggings, κνήμης κάθε είδους
- диоптрия στα ελληνικά - διόπτρα, διόπτρας, διοπτρίας, διοπτριών, διοπτρία
- жох στα ελληνικά - μπερμπάντης, zhoh
Τυχαίες λέξεις
Изумить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκπλήσσω, απεργία, αποσβολώνω, ξαφνιάζω, έκπληξη, χτυπώ, να, για να, σε, για, με
Μεταφράσεις: εκπλήσσω, απεργία, αποσβολώνω, ξαφνιάζω, έκπληξη, χτυπώ, να, για να, σε, για, με