Изумлять στα ελληνικά

Μετάφραση: изумлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απεργία, αποβλακώνω, αποσβολώνω, χτυπώ, εκπλήσσω, ξαφνιάζω, έκπληξη, καταπλήξουν, καταπλήξει, μαγέψει, εκπλήσσει, εντυπωσιάσουν
Изумлять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вознаграждающий στα ελληνικά - αποδοτικός, επικερδής, ανταμειπτικός, αποδοτικές, κερδοφόρες, αμειβόμενη
  • всевозможный στα ελληνικά - όλες, όλα, διάφορα, κάθε, όλος, διάφορος, παντοειδής, ...
  • горести στα ελληνικά - καταθλίψεις, παθήσεις, θλίψεις, βάσανα, δεινών
  • доноситься στα ελληνικά - γερός, χαιρετίζω, ήχος, φτάνω, παίρνω, αποκτώ, χαιρετώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Изумлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απεργία, αποβλακώνω, αποσβολώνω, χτυπώ, εκπλήσσω, ξαφνιάζω, έκπληξη, καταπλήξουν, καταπλήξει, μαγέψει, εκπλήσσει, εντυπωσιάσουν