Критический στα ελληνικά
Μετάφραση: критический, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικανικός, αιχμηρός, ζωτικός, αποφασιστικός, μυτερός, κρίσιμος, δικαστικός, καίριος, καθοριστικός, κρίσιμη, κρίσιμο, κρίσιμες, κριτική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бородатый στα ελληνικά - μουσάτος, γενειοφόρος, γενειοφόρου, γενειοφόρο, γενειοφόρους, γενειάδα
- газоубежище στα ελληνικά - αεροστεγές, αεροστεγή
- грузно στα ελληνικά - βαριά, μεγάλο βαθμό, σε μεγάλο βαθμό, έντονα, μεγάλο
- декретировать στα ελληνικά - θέσπισμα, διάταγμα, θεσπίζω, διατάγματος, απόφαση, αποφάσεως, διάταγμα που
Τυχαίες λέξεις
Критический στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικανικός, αιχμηρός, ζωτικός, αποφασιστικός, μυτερός, κρίσιμος, δικαστικός, καίριος, καθοριστικός, κρίσιμη, κρίσιμο, κρίσιμες, κριτική
Μεταφράσεις: δικανικός, αιχμηρός, ζωτικός, αποφασιστικός, μυτερός, κρίσιμος, δικαστικός, καίριος, καθοριστικός, κρίσιμη, κρίσιμο, κρίσιμες, κριτική