Лишать στα ελληνικά
Μετάφραση: лишать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλλοτριώνω, αποκρούω, απογυμνώνω, αποταμιεύω, απογοητεύω, εκτός, διασώζω, απαλλάσσω, περικόπτω, κονταίνω, χάνω, αποστερώ, ληστεύω, ξεγυμνώνω, ανάπηρος, συντομεύω, στερεί, στερήσει, στερούν, στερούσε, στερεί από
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безотлагательный στα ελληνικά - άμεσος, γοργός, φορτικός, επείγων, ουσιώδης, ζωτικός, έγκαιρη, ...
- братский στα ελληνικά - αδερφικός, αδελφικός, αδελφική, αδελφικής, αδελφικές, αδελφικό
- вериги στα ελληνικά - αλυσίδες, αλυσίδων, οι αλυσίδες, αλύσων, αλύσους
- документальный στα ελληνικά - ντοκιμαντέρ, ντοκυμαντέρ, εγγράφων, έγγραφα, τεκμηρίωσης
Τυχαίες λέξεις
Лишать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλλοτριώνω, αποκρούω, απογυμνώνω, αποταμιεύω, απογοητεύω, εκτός, διασώζω, απαλλάσσω, περικόπτω, κονταίνω, χάνω, αποστερώ, ληστεύω, ξεγυμνώνω, ανάπηρος, συντομεύω, στερεί, στερήσει, στερούν, στερούσε, στερεί από
Μεταφράσεις: αλλοτριώνω, αποκρούω, απογυμνώνω, αποταμιεύω, απογοητεύω, εκτός, διασώζω, απαλλάσσω, περικόπτω, κονταίνω, χάνω, αποστερώ, ληστεύω, ξεγυμνώνω, ανάπηρος, συντομεύω, στερεί, στερήσει, στερούν, στερούσε, στερεί από