Молот στα ελληνικά
Μετάφραση: молот, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφυροκοπώ, σφυρί, σφύρα, σφύρας, σφυριού, το σφυρί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акроним στα ελληνικά - ακρώνυμο, ακρωνύμιο, αρκτικόλεξο, συντομογραφία, acronym
- быстротечный στα ελληνικά - στόλος, νηοπομπή, φευγαλέος, φευγαλέα, εφήμερη, φευγαλέες, φευγαλέο
- вахтер στα ελληνικά - φρουρά, φρουρώ, φύλακας, φυλάω, porter, αχθοφόρος, θυρωρός, ...
- долговечность στα ελληνικά - βίος, ζωή, ισόβιος, αντοχή, ανθεκτικότητα, διάρκεια, διατηρησιμότητας, ...
Τυχαίες λέξεις
Молот στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφυροκοπώ, σφυρί, σφύρα, σφύρας, σφυριού, το σφυρί
Μεταφράσεις: σφυροκοπώ, σφυρί, σφύρα, σφύρας, σφυριού, το σφυρί