Накрывать στα ελληνικά

Μετάφραση: накрывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στρώνω, κοσμικός, καλύπτω, ξαπλώνω, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
Накрывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вера στα ελληνικά - πίστωση, αποδοχή, εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, πίστη, πίστης, την πίστη, ...
  • восток στα ελληνικά - ανατολή, ανατολικά, ανατολική, ανατολικό, ανατολικής
  • галантный στα ελληνικά - ευπροσήγορος, γενναίος, γενναίου, ανδρείους, ανδρείοι, ευγενής
  • доставаться στα ελληνικά - κοστίζω, προστίθεμαι, κόστος, βρίσκομαι, δαπάνη, διανύω, προκύπτω, ...
Τυχαίες λέξεις
Накрывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στρώνω, κοσμικός, καλύπτω, ξαπλώνω, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης