Обиталище στα ελληνικά
Μετάφραση: обиталище, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στεγαστικός, κατοικία, στέγαση, μέρος, τόπος, κατάλυμα, τοποθετώ, κατοίκηση, κατοίκησης, κατοίκησή, η κατοίκηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ассенизация στα ελληνικά - ξέφωτο, εκκαθάριση, διάθεση, διάθεσης, διάθεσή, απόρριψης, απόρριψη
- безответственный στα ελληνικά - ανεύθυνος, ανεύθυνη, ανεύθυνο, ανεύθυνες, ανεύθυνης
- взброс στα ελληνικά - μεταρσιώνω, ανύψωση, ανάταση, ανύψωσης, εφοδιασμού με, προσαύξηση
- генеральный στα ελληνικά - γενικός, στρατηγός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
Τυχαίες λέξεις
Обиталище στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στεγαστικός, κατοικία, στέγαση, μέρος, τόπος, κατάλυμα, τοποθετώ, κατοίκηση, κατοίκησης, κατοίκησή, η κατοίκηση
Μεταφράσεις: στεγαστικός, κατοικία, στέγαση, μέρος, τόπος, κατάλυμα, τοποθετώ, κατοίκηση, κατοίκησης, κατοίκησή, η κατοίκηση