Омывать στα ελληνικά

Μετάφραση: омывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλένω, πλύνω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
Омывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • баклага στα ελληνικά - φλάσκα, παγούρι, Baklaga
  • ветеринарный στα ελληνικά - κτηνιατρικός, κτηνιατρικών, κτηνιατρική, κτηνιατρικά, κτηνιατρικό
  • взыскание στα ελληνικά - κύρωση, επιτιμώ, τιμωρία, ανάρρωση, πρόστιμο, ποινή, συλλογή, ...
  • желанный στα ελληνικά - αποδεκτός, αγαπημένος, δεκτός, επιθυμητός, καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος, ευπρόσδεκτη, ...
Τυχαίες λέξεις
Омывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλένω, πλύνω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος